- καρφηρός
- καρφηρός, von dürren Ähren, Halmen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καρφηρός — καρφηρός, ά, όν (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άχυρα («εὐναῑαι καρφυραί» οι φωλιές, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος, τὸ + κατάλ. ηρός*] … Dictionary of Greek
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek